- παρθεία
- ἡ, Αλ. που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να δηλωθεί ότι η παρθενία είναι ιδιότητα σχεδόν θεϊκή.[ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. κατά το παρθενία προκειμένου να επισημανθεί η θεία υπόσταση τής παρθενίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.